- τεντυμποϊσμός
- και τεντιμποϊσμός ο, Ν1. η ιδιότητα τού τεντυμπόη, περιθωριακή, ασυμβατική, παραβατική και βίαιη συμπεριφορά νεαρών αμφισβητιών τής δεκαετίας τού 19502. φρ. «νόμος περί τεντυμποϊσμού» (νομ.) ο νόμος 4.000/1959 «περί καταστολής τινών αξιοποίνων πράξεων και συμπληρώσεως τού άρθρου 6 τού Κ. Ποιν. Δ.» με τον οποίο τιμωρούνταν παρόμοιες πράξεις «ιδιάζουσας κοινωνικής θρασύτητας» τών νέων και ο οποίος καταργήθηκε το 1983 και τα σχετικά αδικήματα προβλέπονται και τιμωρούνται με το άρθρο 308 Α τού ποινικού Κώδικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεντυμπόης + ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.